αβασίλευτος

αβασίλευτος
η , ο [ος , ον ]
1) не управляемый королём;

αβασίλευτη δημοκρατία — буржуазно-демократический строй без короля;

2) не зашедший, не закатившийся (о светилах);

το φεγγάρι ήταν αβασίλευτο ακόμα — месяц ещё не скрылся;

§ μάτια αβασίλευτα — открытые глаза (у мёртвых)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αβασίλευτος" в других словарях:

  • ἀβασίλευτος — not ruled by a king masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… …   Dictionary of Greek

  • αβασίλευτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει βασιλιά για ανώτατο άρχοντα: Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε αβασίλευτη δημοκρατία. 2. (για τον ήλιο και τα άστρα), αυτός που δεν έδυσε ακόμη: Η πούλια ήταν ακόμη αβασίλευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβασίλευτον — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem acc sg ἀβασίλευτος not ruled by a king neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτοις — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτου — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτους — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτων — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασιλεύτῳ — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασίλευτα — ἀβασίλευτος not ruled by a king neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασίλευτοι — ἀβασίλευτος not ruled by a king masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»